- ἐστρωμνημένος
- στρωμνάομαιperf part mp masc nom sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρωμνώ — άω, Α [στρωμνή] (κυρίως η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ἐστρωμνημένος αυτός που βρίσκεται σε κλίνη, σε κρεβάτι … Dictionary of Greek